- υπηρεσία
- η / ὑπηρεσία, ΝΜΑ [ὑπηρέτης]1. εξυπηρέτηση, εκδούλευση, προσφορά (α. «προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στο έθνος» β. «τίς αὕτη ἡ ὑπηρεσία ἐστὶ τοῑς θεοῑς», Πλάτ.γ. «ἣν δουλείαν οὖσαν ἔφασκες καὶ ὑπηρεσίαν ἀποδείξειν», Αριστοφ.)2. το σύνολο τών υπηρετών, το υπηρετικό προσωπικό (α. «όλη η υπηρεσία είχε άδεια εξόδου» β. «οἱ τῶν ὑπηρεσιῶν ὄντες Ἀθήνηθεν», Πλάτ.)νεοελλ.1. έργο, εργασία που ανατίθεται σε στρατιωτικό, δημόσιο ή ιδιωτικό υπάλληλο (α. «ορκίστηκε χτές και ανέλαβε υπηρεσία» β. «υπηρεσία γραφείου»)2. η εκτέλεση τής εργασίας, τών καθηκόντων που ανατίθενται σε κάποιον («τρία έτη πραγματικής υπηρεσίας σε παραμεθόρια περιοχή»)3. το σύνολο τών διοικητικών και άλλων λειτουργιών ενός κράτους ή δημόσιου οργανισμού (α. «τελωνειακή υπηρεσία» β. «Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών»)4. η ενεργός κατάσταση δημοσίου υπαλλήλου, ο χρόνος κατά τον οποίο εργάζεται κανείς σε μια εργασία («έχει συντάξιμη υπηρεσία»)5. στον πληθ. οι υπηρεσίες(οικον.) τα άυλα αγαθά, στα οποία περιλαμβάνονται οι μεταφορές, η ψυχαγωγία, η εκπαίδευση, η υγεία, το εμπόριο, η άμυνα και η ασφάλεια μιας χώρας, αγαθά τα οποία προσφέρονται από το κράτος ή από ιδιωτικούς φορείς και τών οποίων το σύνολο συγκροτεί τον τριτογενή τομέα τής οικονομίας6. φρ. α) «έχω υπηρεσία» ή «είμαι υπηρεσία» — είναι η σειρά μου να εκτελέσω τα καθήκοντά μου ή να φροντίσω για κάτιβ) «αξιωματικός υπηρεσίας» ή «υπάλληλος υπηρεσίας» — αυτός που αναλαμβάνει την εποπτεία συγκεκριμένων εργασιών, κυρίως μετά τη λήξη τού κανονικού προγράμματοςγ) «δημόσια υπηρεσία» — βλ. δημόσιοςδ) «άρνηση υπηρεσίας» — το να αρνείται κανείς να εκτελέσει τα υπηρεσιακά καθήκοντα που ορίζονται από τους κανονισμούςε) «τίθεμαι εκτός υπηρεσίας» — απαλλάσσομαι από τα υπηρεσιακά μου καθήκονταστ) «Υπηρεσία Επείγουσας Στρατιωτικής Αλληλογραφίας»στρ. στρατιωτική υπηρεσία μεταφοράς και διανομής εγγράφων που διακινούνται με τον χαρακτηρισμό τού επείγοντος ή κατεπείγοντοςζ) «εξαίρετες [ή σημαντικές] υπηρεσίες»(νομ.) χαρακτηρισμός τής προσφοράς καλλιτεχνών, λογοτεχνών κ.ά. προσώπων, τα οποία, βάσει ορισμένων νόμιμων προϋποθέσεων, θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης ή αιτιολογείται η απονομή σ' αυτά παρασήμου και άλλων διακρίσεωνμσν.1. η διακονία, το αξίωμα τών διακόνων τής εκκλησίας2. το έργο τών διακόνων ή τών υποδιακόνων τής εκκλησίας3. η ακολουθία («διὰ εἰκοσιτεσσάρων ὑπηρεσιῶν τὸν δρόμον τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς διατελέσωμεν»)αρχ.1. το σύνολο τών κωπηλατών και τών ναυτών, το πλήρωμα τού πλοίου («κυβερνήτας ἔχομεν πολίτας καὶ τὴν ἄλλην ὑπηρεσίαν πλείους καὶ ἀμείνους ἢ ἅπασα ἡ ἄλλη Ἑλλάς», Θουκ.)2. επίπονη, χειρωνακτική εργασία3. στον πληθ. αἱ ὑπηρεσίαιτα εξαρτήματα τού πλοίου («ναῡς εὖ ταῑς ὑπηρεσίαις ἐξηρτυμένη», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.